Πουθενά καί τίποτα.
Γιά όνειρο, παραήταν φωτεινό καί πολύχρωμο. Πολλές, σχεδόν όλες οι λεπτομέρειες τού δωματίου ένθα ευρισκόμην, δέν ήσαν φευγαλέες καί θολές. Διέκρινα μέχρι καί μιά μέλισσα πάνω σέ κάτι ψευδάνθη στίς κουρτίνες, τήν ένδειξη 0780 στό στροφόμετρο τού κένγουντ κασσετοφώνου καί ένα G σέ γλυπτό, στό σύνθετο.
Τό σπίτι ανοίκειον, ο χώρος δηλαδή, όμως αυτός ο τύπος εκεί, ο κλινήρης, γνωστός.
«Σταυράκη, πώς είσαι;»
Ήταν άρρωστος ο Σταύρος, τά υποκοριστικά μόνον παρουσία του, πρός ελάφρυνση τής κατάστασης η οποία παρέμενε βαριά καίτοι κάργα ευήλιο τό δωμάτιο.
Καθόμην δίπλα του, κυττάζαμε τήν τηλεόρασι νά δείχνη ένα ντοκυμανταίρ πλατινοποίησης κομπολογιών, μιλούσαμε όσο μάς επέτρεπαν κάποιες διακοπές από τίς κραυγές τού κεχριμπαριού, στήν τιβή. Ξαφνικά αντελήφθην τήν παρουσία ενός άλλου τύπου. Ακριβώς εκατέρωθεν τού ξαπλωμένου αμφιτρύωνος.
Απ’ό,τι κατάλαβα, ήταν καί αυτός φίλος τού ασθενούς· δέν τόν ήξερα. Καί καθόλου δέν μέ πείραζε τούτο! Διότι, ω Θεέ μου πόσο αχώνευτος φαινόταν! Καλοχτενισμένο μαλλάκι, χωρίστρα μέ συντεταγμένες κάπως σάν σέ «φ», καλοξυρισμένο πρόσωπο, ολίγη από ακμή στά ζυγωματικά, μαγουλάκι τροφαντό. Όλα αυτά κατέληγαν σέ στόμα μέ παχειά, υγρά χείλη, συνεχώς μισάνοιχτα. Τό χειρώτερο δέ, η αδιάλειπτος ομιλία.
Πωπώωωω, καλέ άρρωστος είν’εδώ, σεβαστήτε τον! Λίγη ησυχία!
Μπά, τίποτε... Ο τύπος συνέχιζε μέ αυτήν τήν λεπτή σιχαμερή φωνούλα νά σχολιάζη διάφορα. Κι εγώ; Μού έπρεπε νά φεύγω. Αλλά όχι πρίν από τό τέλος αυτού τού ντοκυμανταίρ... Καί ενώ οι κανόνες τού σαβουάρ βίβρ – έστω στίς αφράτες χώρες τού ενυπνίου – επιτάσσουν νά σερβίρηται τό κατιτίς, δέν είδα τήν μητέρα τού ασθενούς νά μού προσφέρη κάτι.
Παρά μόνον είχε τήν φαεινή ιδέα νά μέ ρωτήση, αφού πρώτα είχε ψουψουειδώς έλθει σέ επαφή μέ τόν τύπο, πρός τά πού η κατεύθυνσίς μου, αποχωρών.
«Μά νοτίως κυρία Χρυσούλα! Σπίτι μου, σάς είπα, γυρνώ.»
Ήταν μιά φυσικοτάτη απάντησις είς αυτό πού μέ είχε ρωτήσει:
«Μήπως πάς πρός τά πάνω; Πρός τό Μόν Παρνές;»
Τότε λοιπόν, αυτός ο γλοιώδης τύπος (μά τί επιλογές φίλων κάνεις ρέ Σταυράκη! Μόνο εγώ, τελικά, είμαι χρυσεία εκλογή!) πετάχτηκε μέ χαμόγελο εμετικό καί ζήτησε:
«Ε, εντάξει... Εκεί πρός τά πάνω. Λίγο μωρέ...’Ντάξ’!»
Είχε μιά χροιά επιτακτικότητος, θρασείας απαίτησης η κουβέντα του, έμεινα άναυδος, δέν πρόλαβα νά πώ κάτι, έφυγε κιόλας, μάλλον στόν καλόγερο νά τσακώση τό παλτό του, άλλη μιά δόση επιτακτικότητος.
«Πού νά πάω ρέ Σταύρο; Αφού γιά κάτω είμαι! Πού νά τόν αφήσω; Άσε πού δέν προλαβαίνω...»
«Μήν τρελλαίνεσαι. Άσ’τον λίγο πιό πάνω μωρέ, στήν λεωφόρο Πάρνηθος νά εύρη κάνα ταξί.»
Φορτωμένος φούλ μέ τόν απίθανο τύπο, βγήκαμε από τό διαμέρισμα, προχωρήσαμε στόν διάδρομο, (δέν θυμάμαι κάν άν χαιρετήσαμε, έ, δέν μπορεί νά μήν χαιρετίσαμε!) επί τού ανεκλυστήρος άρχισε τό βάσανο. Ειδικώς όταν ένοιωσα τό δάκτυλό του, πάνω στό δικό μου, νά τό πιέζη καθώς πίεζα εγώ τό κομβίον, αρπακτική βιασύνη - αίσθηση απεριγράπτου.
Δέν ήταν μόνο τό αίσθημα ασφυξίας πού μετέδιδε ο συγχρωτισμός μέ τόν τύπο αυτόν, ένα ολοσώματο ρίγος πού δέν έλεγε νά μ’αφήση, μιά σύνοψη όλων τών απωθητικών καταστάσεων, προσώπων πού είχα βιώσει ανέκαθεν. Ήταν καί μιά άλλη φοβία. Φοβόμουν μήπως είχε πρόθεση νά μέ περιπαίξη, νά μού ζητήση νά τόν πάω λίγο πιό πάνω, λίγο πιό πάνω, λίγο πιό πάνω, λίγο πιό πάνω μέχρι πού τά τόσα λίγα πιό πάνω, νά γίνοντο πολύ πάνω, εκεί δηλαδή πού ήθελε εξαρχής νά πάη! Κάτι τό οποίον όμως, όπως είχα δηλώσει, δέν ήθελα νά κάνω! Μού τήν έσπαγε ο τύπος μωρέ! Έτσι απλά. Μέ μεγίστη παραχώρηση, αυτό πού μορούσα νά κάνω ήταν ένα λίγο παραπάνω, στήν λεωφόρο, σέ μέρος διαβατιάρικο, νά πάρη ταξί. Καί τώρα; Μέχρι τόν προορισμό του; Απαπαπά!
Κι εκεί, στό σημείο αυτό, τής στομαχικής ανάδευσης μέ τόν τυπά, μέ έναν παιδικού τύπου αρνητισμό μου, σκέφτηκα ότι χωρούσε ένα πεδίο όχι εκδίκησης ακριβώς, αλλά ενός καψονίου. Θά σταματούσα κάποια στιγμή, καί...
«Σόρρυ αγαπούλη, αλλά δέν μπορώ παραπάνω. Πρέπει νά γυρίσω. Κάπου εδώ θά παίζουν ταξιά (σίκ), κάτι κίτρινα οχήματα, ντά! Χσσσσίτ! (=χειρόφρενο)»
Ναί, ναί! Κάτι τέτοιο, άχ τρελλή φάσις, μέ ένοιωθα νά γαργαλιέμαι, τό καταλάβαινα, ένα μικρούλι γουργουρητό, ηδονή μέ κεφαλαία καί γιοματάρικα γράμματα. Η στιγμή πού θά τό έλεγα, όταν θά τόν έλουζα μ’όλα αυτά... Κυττούσα τό στροφόμετρο, η σταθερή άνοδος τού δείκτου δέν αντιπροσώπευε τήν μηχανή, μετέφερε τήν μέσα μου χολερική διάθεση, η σαγρέ αφή τού λεβιέ, μιά σπυριάρικη, κακιασμένη πρόθεση οσονούπω. Δέν ένοιωθα διόλου άσχημα γιά τήν – μή εκδηλωθείσα πάντως μέχρι τούδε – συμπεριφορά μου. Διότι τού άξιζε τού ελεεινού! Μιά αμυχή τύψεως καλύπτετο άμεσα από τήν τιτανική θύμηση τού χαζοχαρούμενου μέν, σιχαμένου δέ ύφους του. Άκου εκεί νά μέ πάς λλλλλλλλίγο πιό πάνω! Καί μάλιστα μή σεβόμενος τήν προσηλωμένη μου παρακολούθηση περί πλατινοποίησης κομπολογιού! Έτσι ήθελες; Εντάξειιιι!
Ω, ήταν μιά τρομερή στιγμή, απίθανες στιγμές μάλλον. Έγλυφα τά χείλη μου, έσφιγγα τό τιμόνι, έπνιγα γελάκια, σάν δρομέας πού φλερτάρει σικέ περίστροφο τού αφέτου. Τώρα, τώρα, τώρα. Θά στό μπουμπουνίσω! Σού πρέπει μιά τέτοια συμπεριφορά. Πώς θά τό εδέχετο άραγε; Αχ, απαθανάτιση έπρεπε τού προσώπου του!
Άφησα λίγο παράμερα τήν μέσα μου πανήγυρι, είδα μπροστά μου διασταύρωση νά πλησιάζω, αυτοκίνητα νά σταματούν εκεί πειθόμενα σέ κόκκινο φανάρι. Ιδού η ευκαιρία! Ποδοφρέναρα ελαφρώς, τόσο όμως ώστε νά κινηθώ μιά στάλα – ίσως καί περισσότερο, πολύ περισσότερο μάλλον - καί μέ τήν άκρη τού ματιού μου νά διακρίνω, έ; Ε;! Ε!! Νά δώ τό κλειστό παράθυρο όχι τού αυτοκινήτου, τού δωματίου είδα, μικρά μολύβδινα καί λευκά βοτσαλάκια, νά ωροδείχνουν λυκαυγές!
Δέν έχει καμία σημασία νά αναφέρω ότι αφιέρωσα μία καλογερίστικη συγκέντρωση, νά συνεχίσω τό νάνι, ώστε μήπως καί εύρισκε τέλος καί τό όνειρο! Νά μπορούσα νά εξαπολύσω τό Βγές Έξω Βέβηλε, πετάγοντας μαζύ σάλια απροσεξιάς. Κι αυτός νά’χανε τά λόγια του, νά τόν εγκατέλειπε η κυνική έπαρση τού άρπαγος καί μπλέκοντας τά σκέλη του, βιαστικά νά σκουντουφλούσε στό ρείθρο τού πεζοδρομίου!
Είς μάτην.
Είχα ξυπνήσει.
Γιά τά καλά.
Πού πάνε άραγε κάποιες κατακλείδες ενυπνίων;
Σέ ποιές χώρες τού επέκεινα, κλειδώνονται;
Υπάρχει κάποιος κλειδοκράτωρ; Κερβερίζει; Έχει όνειρα; Κατανόηση;
(Γιά τήν 4 πού... Ξέρει.)
6 σχόλια:
vagelaka,
ωραίο διήγημα. Δεν ξέρω αν έχεις κάποιον στο μυαλό σου, αλλά το βρήκα άκρως πρωτότυπο.
Και η γλώσσα σου η παπαδιαμάντια, έξοχη.
Ξέρω, ναι....
:-)
Σάς άρεσε; όχι, πρίν από 3-4 ημέρες είδα αυτόν τόν αχώνευτο τύπο στόν ύπνο μου καί πραγματικά πόσο χάλια ένοιωσα όταν ξύπνησα...
.
.
.
.
.
.
.
.
4, εσείς σιλάνς!
"Παπαδιαμάντεια"; Επίτρεψέ μου να διαφωνήσω. Η γλώσσα είναι εντελώς Τσιφόρεια. Και μ' αρέσει!
Σιλάνς στα μούτρα σας!!!!
(Άκούς εκεί...Λούλα παντόφλες!)
@ γυιέ του λιονταριού,
όντως έχεις δίκιο!!!!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα