Σλούρπ! Φλίπ, σλούρρρρπ!
Έχεις τήν εντύπωση ότι η επιλογή σου νά πάς κατευθείαν στήν δουλειά από τήν εξοχή ένθα εξέδραμες τό σ/κ, ήτο εύστοχος.
Κατεβαίνεις λοιπόν τήν εθνική οδό απολαμβάνοντας αεράκι πού διαθέτει λιγοστή (αλλ’ικανοποιητική) φθινοπωρινή αύρα.
Βγάζεις καί τήν ταχύτητα από το κιβώτιο καί πλέον είσαι περιχαρέστερος μιάς καί καίει λιγώτερη μπιτζίνα τό τουτού.
Σκαλίζεις καί τήν ρίνα σου, μιά εύφορη ρίνα, μιά ρίνα, σκέτη μεσοποταμία, τίγρης κι ευφράτης ο κάθε ρούθουνος, πωωωωω, αυτή είναι ευτυχία! Κι άς αρχινά Δευτέρα!
Αυτό τό γαμημ*νο τό χρώμα όμως! Τό κόννονο! Τό βλέπεις σέ λογιώ λογιώ λαμαρίνια οπίσθια. Καί ναί. Φρακάρεις περίπου 20 χιλιόμετρα μακρυά από τήν θλασσα. Κι άρχεται η χελώνιος κάθοδος τών μυρίων τών μυρίων τουτού.
Τί πακέτο!
Ρουφώντας τήν άρτι κολχοζοποιημένη μύτη, τό εξετάζεις: Θά φεύγω από τό βράδυ τής Κυριακής! Μά πιό πολύ τήν πουτάνας θά γίνεται! Θά αναχωρώ μιάμιση ώρα νωρίτερα τού συνήθους. Σιγά μήν φεύγεις από τήν Παρασκευή γιά νά είσαι κάτω, Δευτέρα! Χμ.. Γαμώ τη μου! Τί νά κάνω; Νά μήν φεύγης κάν! Στήν ζυγαριά νά βάλης τήν ευαρέσκεια τού σ/κ, μέ τόν φαλλό πού τρώς τώρα, θά δής ότι δέν λέει...
Ναι, αλλά δεύτερε μουρτζούφλη εαυτέ, είχες παραμείνει σπίτι χθές όταν κίνησα στήν Χώρα γιά νά φάω παγωτό! Καί τί παγωτό;! Νά, μέ τό συμπάθειο! Ένα μέγεθος σπάνιο, μεγαλοπρεπές, δωρικά τιτανικό, αυστηρά λεβέντικο!
Γιά ένα τέτοιο παγωτό μηχανής, αυθημερόν τζαμαρισμένο παν’έλα διόλου βδέλλα.
Κατεβαίνεις λοιπόν τήν εθνική οδό απολαμβάνοντας αεράκι πού διαθέτει λιγοστή (αλλ’ικανοποιητική) φθινοπωρινή αύρα.
Βγάζεις καί τήν ταχύτητα από το κιβώτιο καί πλέον είσαι περιχαρέστερος μιάς καί καίει λιγώτερη μπιτζίνα τό τουτού.
Σκαλίζεις καί τήν ρίνα σου, μιά εύφορη ρίνα, μιά ρίνα, σκέτη μεσοποταμία, τίγρης κι ευφράτης ο κάθε ρούθουνος, πωωωωω, αυτή είναι ευτυχία! Κι άς αρχινά Δευτέρα!
Αυτό τό γαμημ*νο τό χρώμα όμως! Τό κόννονο! Τό βλέπεις σέ λογιώ λογιώ λαμαρίνια οπίσθια. Καί ναί. Φρακάρεις περίπου 20 χιλιόμετρα μακρυά από τήν θλασσα. Κι άρχεται η χελώνιος κάθοδος τών μυρίων τών μυρίων τουτού.
Τί πακέτο!
Ρουφώντας τήν άρτι κολχοζοποιημένη μύτη, τό εξετάζεις: Θά φεύγω από τό βράδυ τής Κυριακής! Μά πιό πολύ τήν πουτάνας θά γίνεται! Θά αναχωρώ μιάμιση ώρα νωρίτερα τού συνήθους. Σιγά μήν φεύγεις από τήν Παρασκευή γιά νά είσαι κάτω, Δευτέρα! Χμ.. Γαμώ τη μου! Τί νά κάνω; Νά μήν φεύγης κάν! Στήν ζυγαριά νά βάλης τήν ευαρέσκεια τού σ/κ, μέ τόν φαλλό πού τρώς τώρα, θά δής ότι δέν λέει...
Ναι, αλλά δεύτερε μουρτζούφλη εαυτέ, είχες παραμείνει σπίτι χθές όταν κίνησα στήν Χώρα γιά νά φάω παγωτό! Καί τί παγωτό;! Νά, μέ τό συμπάθειο! Ένα μέγεθος σπάνιο, μεγαλοπρεπές, δωρικά τιτανικό, αυστηρά λεβέντικο!
Γιά ένα τέτοιο παγωτό μηχανής, αυθημερόν τζαμαρισμένο παν’έλα διόλου βδέλλα.
Στήν 4.
1 σχόλια:
Γούρ....
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα