Inconnue conduite (sic)
Ε, καλά! Κι εγώ δέν τά βρίσκω στις λεμονιές νά κρέμωνται μαζύ μέ τούς ξυνούς καρπούς, ούτε στά πλάκες τών πεζοδρομίων δίπλα στίς εξατμιζούμενες ροχάλες καί ξεθυμασμένες τσίχλες. Δουλεύω γιά νά τά αποκτήσω, ο κώλος μου γίνεται πλακύς, μεταφορικά βεβαίως, δέν είμαι καί τόσο χάι... Δουλεύω , δουλεύω σκληρά καί τά υπολογίζω... Αλλά είπαμε... Τί’ν’ αυτό τό πράμμα ρέ Βίκυ... Εντάξει, πάντοτε τόν έβλεπα νά σκύβη νά δέση τά κορδόνια του όταν ο λογαριασμός ερχόταν – γιά τούς καφέδες μας. Στά εστιατόρεια δέ... Άκουγε (μόνο αυτός) τό κινητό του νά χτυπά ελάχιστα πρό τής αφίξεως τού μέ τήν λυπητερή τραπεζοκόμου καί πάνω στήν πληρωμή, μιλούσε μέ κάποιον Πελοπίδα ο οποίος απαιτούσε προσοχή. Αιθεροβατούσα τότε, αναντίλεκτα απιστεύτου ερωτευμένη, ήμην αθώα, δέν πονηρευόμην, καίτοι έβλεπα τά παπούτσια του νά μήν έχωσιν κορδόνια καί τό τηλέφωνό του πάντοτε κλειστό...
Αλλά τώρα! Τώρα παράγινε η καρμοιροτσιγγουνιά του! Χθές μωρή... Από καιρό κανονίζαμε νά βγούμε. Μετά τών γονέων μου, ναί. Μήν γελάς! Ξέρεις , ο πατέρας μου φανατικός κουκουές... Όταν είχε μάθει, κάπου είχε ακούσει, άγνωστο πόθεν, ότι ο καλός τής θυγατρός του είναι όχι απλώς μαύρος, αλλά κατάμαυρος, χαχάχά μωρή! ένας φασιστοχουντοβασιλικός, ζίγκ χάιλ δηλαδή, είχαμε έντονες καρδιαγγειακές επιτάσεις. Δέν τήν είδε Θόδωρος μέ τό δίκανο, αλλά ξέρεις τώρα... Σπόντες σέ κάθε ευκαιρία, ειρωνείες, χλευασμοί, έμμεσοι πάντοτε, αλλά εύστοχοι. Κάναν δουλειά. Τέλος πάντων μέ τά πολλά, πείθεται ο πατέρας μου (ανοικτοί οι ουρανοί!) νά τόν συναντήση (άχ νά ξερες πόσο μού πήρε νά επιχειρηματολογώ ώστε τελικά νά μήν θεωρήση εαυτόν ρεφορμίστα καί ρεβιζιονιστή) βγαίνουμε ένα βράδυ, προχθές. Επιλέγουμε ένα αξιοπρεπές ρεστωράν, καθόμαστε, παραγγέλουμε, παλεύουμε μιά δριμεία αμηχανία – ανίκητη ήταν – μιά απροσεξία κατά τήν οιινοχοΐα όμως ήταν η από μηχανής θέαινα. Μάς έπιασε μια γάργαρη ευτραπελίαση μέ τόν πορφυρό λεκέ, γελάσαμε,ευθυμήσαμε· τότε περίπου ήταν η πρώτη φορά πού διασταυρώθηκαν τά βλέμματα όλων. Σαλάτες κρεατικά, συγγνώμη λίγο καλή μου, ναί; η ίδια… Ελάτε. 38 ναί. 38 άλφα. Μετά τίς 5. Κι εγώ! Συγγνώμη, τί λέγαμε; Ααα... φάγαμε κάμποσο, καλά μιλάμε αυτή η έκφραση γιά τό κομμάτι τής ντροπής, έ, καμία σχέση. Τά κάναμε όλα νά! Πολύ φαγητό σού λέω. Καί όταν οι ρυθμοί χελώνιασαν, αφού είδαμε κι απόειδαμε ότι γλυκό δέν θά μάς έφερναν, σφυρίξαμε γιά τόν λογαριασμό. Γρήγορα ήρθε ο μπίλης, δέν θυμάμαι τά ψηφία του, μήν φανταστείς τίποτε τεράστιο... Φφφφφφ... Όσο τό θυμάμαι, όσο ανακαλώ τήν σκηνή, μέ πιάνει... εγκεφαλικό μού’ρχεται. Έπρεπε νά τόν έβλεπες... χαχαχα! Γελάω, από τά νεύρα μου είναι, αλλά γελάω... Ήταν σάν νά είχε μιά απίστευτη φαγούρα στήν μέση του, εκεί χαμηλά. Έβαζε τό ένα χέρι στήν τσέπη, σάν νά ξυνόταν, τό έβγαζε, τό έβαζε στήν άλλη τσέπη, σάν νά ξυνόταν ξανά καί ούτω καθεξής... Καί όλα αυτά πασπαλισμένα μέ μιά απίστευτη έκφραση! Πανικός είχε κατακλύσει κάθε εκατοστό τού προσώπου του, χρώμα κιτρινοχάλκινο, μέχρι καί οι βολβοί τών ματιών του είχαν αιματωθή. Δέν σού κρύβω ότι τρόμαξα πρός στιγμήν. Σού λέω πρός στιγμήν διότι Βίκυ μου... Πάνω πού πήγα νά ρωτήσω τί έχει, τί τόν άκουσα νά μέ ψευδορωτά ο άχρηστος;
- Φφφφφφφφφ... Έχω δεκαχίλιαρο... Πού νά μού χαλάνε τώρα... Έχεις εσύ μήπως; Καί στά δίνω μέ τήν ζήτα ευκαιρία!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα