Αυτός κι άν ήταν συνωστισμός έ;
Τήν στιγμή πού δινόταν η διαταγή γιά τήν μάχη η σάλπιγγα ενός κήρυκα τού εχθρού ήχησε πέρα άπό τά Στενά. Κατω άπό τήν σημαία τών διαπραγματεύσεων μιά ομάδα τεσσάρων Περσών ιππέων μέ φανταχτερές πανοπλίες διέσχισε τό χαλί ενός μακελειού καί σταμάτησε ακριβώς κάτω άπό τό τείχος. Ο Λεωνίδας είχε τραυματισθή καί στά δυό πόδια καί περπατούσε κουτσαίνοντας. Ανέβηκε μέ δυσκολία στίς επάλξεις, ενώ ο στρατός τόν ακολουθούσε. Όλη η στρατιωτική δύναμις, όσοι ήσαν τέλος πάντων, κύτταξε τούς καβαλάρηδες ψηλά άπό τό τείχος.
Ο απεσταλμένος ήταν ο Ψαμμίτιχος, ο Αιγύπτιος ναυτικός Τόμμι. Αυτήν τήν φορά δέν τόν συνώδευε ο νεαρός γυιός του ώς διερμηνέας. Τήν δουλειά αυτήν τήν είχε αναλάβει ένας Πέρσης αξιωματικός. Τά άλογά τους, όπως καί εκείνα τών δύο κηρύκων, αντιδρούσαν βίαια ανάμεσα στά κουφάρια. Πρίν ο Τόμμι προλάβει νά μιλήση, ο Λεωνίδας τόν έκοψε.
«Η απάντηση είναι όχι» φώναξε άπό τό τείχος.
«Δέν άκουσες τήν προσφορά».
«Τήν γαμώ τήν προσφορά σου» φώναξε ο Λεωνίδας μέ ένα στραβό χαμόγελο. «Κι εσένα μαζύ μ’αυτή!»
Ο Αιγύπτιος γέλασε. Τό χαμόγελό του ήταν αστραφτερό όπως πάντα. Κρατήθηκε άπό τά ηνία τού τρομοκρατημένου αλόγου του. «Ο Ξέρξης δέν θέλει τήν ζωή σας» φώναξε ο Τόμμι. «Μόνον τά όπλα σας».
Ο Λεωνίδας γέλασε. «Πές του νά έλθη νά τά πάρη».
Ο βασιλεύς έκανε στροφή γιά νά δείξη ότι η συνέντευξις τελείωσε. Παρά τά σακατεμένα του πόδια, δέν εδέχθη καμιά βοήθεια γιά νά κατέβη άπό τό τείχος. Σφύριξε στήν συγκέντρωση. Πάνω άπό τίς πέτρες οι Σπαρτιάτες καί οι Θεσπιείς παρακολουθούσαν τούς Πέρσες νά γυρίζουν τά άλογά τους καί νά φεύγουν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα