Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006

Μ’αυτόν ; Ναί ρέ ! Μ’αυτόν!

Σάς ντρέπομαι. Ναί. Μήν μού παρεξηγείτε τήν συμπεριφορά, ναί έστω, αυτήν τήν μή συμπεριφορά πού προσβάλλει όλους εσάς π’ευκαλέστως ήλθατε. Κεραστείτε μ’ό,τι αλκοολούχο κι αλκοολίζον υπάρχει, ίσως δέ νά βρήτε καί (όζοντα) παγάκια στό ιζόλα ψυγείο, αράξτε στούς λουμπαγκοφέρνοντες καναπέδες καί κάντε ό,τι θέλετε. Κάντε ό,τι θέλετε. Μπορείτε νά τινάζετε παντού τίς στάχτες από τά βρωμοτσίγαρά σας, νά αστοχήτε κατά τό φυστικοστρίπ γεμίζοντας τό χαλί, μπορείτε νά λεκιάσητε καί κάθε αρουτινιάρικο ύφασμα.

Μού αρκεί νά τήν βρώ μόνος. Μέ τό τσάι μου τό ροδάκινο. Δέν επιδιώκω νά σάς αγγίξω μέ αυτήν τήν παλιμπαιδίστικη μουτσούνα προτεταγμένου κάτω χειλιού, ούτε μέ συνεσταλμένο καί καμπυλωτό βλέμμα μή αφικνούμενο στά δικά σας μάτια. Η πλέξη τών δακτύλων μου καί η εκεί ανάμεσα μέ τόν Γουίνι κούπα, δέν ποντάρει στά φιλικά σας συναισθήματα καί τήν αφύπνιση αυτών. Μού φθάνει η κολλεγιά μέ τό τσαγάκι μου. Καί όχι! Δέν πρόκειται νά (σάς) πώ τίποτε. Τίποτε. Απολύτως! Κι άς πάνε 14 ημέρες. Σ’ένα σταυροδρόμι. Βράδυ. Παρασκευή(ς).

Παίζοντας μέ τήν ένταση τού στερεοφωνικού, περίμενα νά πάρω τό οκ από τό φανάρι· μού θύμιζε έναν δεκανέα αλλαγής στού Παράσχου στήν Κομοτηνή, ήταν κι αυτή η κένζο (μυρωδιές ετοιμασιών πρό εξόδου) πού γέμιζε τόν χώρο μέσα στό τουτού. Εχμ... Όχι όλον τόν χώρο, δίπλα μου η Πουλχερία, σπαθάτη, απολλώνια λόγω σιωπηλού κι αψεγάδιαστου ύφους, μ’άπειρη δυναμική ενέργεια μέσα της κι άς τήν χαλιναγωγούσε - ακούσια - η ζώνη ασφαλείας, ασχολείτο μέ τό λουράκι μιάς μικρής τσάντας καί κύτταζε μπροστά. Στό σημείο 17 πρός 18 τού κυκλιδίου ελέγχου τής φωνής, τό λαλά αυξάνετο, η παρείσφρυσις όμως ενός πεζώ στήν μεταξύ εμού καί τής υφαλοκρηπίδος τού φαναριού, άγονη περιοχή, χαμήλωσε τόν Αδαμαντίδη. Δέν ήταν τό θέμα τού τραγουδιού τέτοιο πού νά αναφέρη κυνηγητά, εμπόδια, κατάμαυρα κάρμα καί κατσικοπόδαρα. Ήταν αυτό τό γαμημένο πεζώ πού ξυπνητζίδικα είχε έλθει μπροστά μου καπελώνοντάς με, ήταν αυτός ο μπάσταρδος πουτανασγιός, ο οδηγός του.

Αισθάνθηκα εκκενώσεις απείρων βόλτ μέ διάθεση γιά κενώσεις στόν τύπο απέναντι. Μιά τεράστια δεξαμενή πυροτεχνημάτων μέ τό φυτίλι νά καταλήγη στό στόμα μου, κεραυνούς νά συσκέπτωνται στό κεφάλι μου καί ένα πόστερ μέ τόν Χούλκ συστρατευόμενο στήν εκστρατεία γιά τήν ανακύκλωση μπαταριών.

Κατέβασα λίγο τό παράθυρο, ξεπρόβαλλα όχι σάν τήν Βίκυ Μοσχολιού αλλά σάν τό Νίκο Φέρμα, μισάνοιξα στόμα σάν μέ κρεατάκια κοιμώμενο μειράκιον, φούντωσα καί βραχίονα μέ μιά παλάμη ανατομίας αποκομιδής σύκου, μέ τά δάκτυλα νά δεικνύουν κάθε μέρος τού ορίζοντος καί τακτοποιώντας τήν γλώττα μου, είπα :

- Πού πά’ ρέ μάγκα;

Η ερώτησίς μου παρεσύρθη από αέρηδες καί σκάλωσε ψηλά σέ κάτι λεύκες, δέν εισακούσθην από τόν πουτανασγιό. Ίσιωσα τήν παλάμη μου καί σφαλιάρισα τό τιμόνι στό σημείον ένθα η ευαισθησία του γυρνά σέ κόρνα.

- Τί έγινε ρέ μάστορα;

Τότε μόνο μέ κατάλαβε. Ανέλαβε ύφος Γκάρυ Όλντμαν στό Λεόν, σούφρωσε τά χείλη του καί σήκωσε τούς ώμους του, κρατώντας τους τόσο ώστε νά δώσω συνέχεια:

- Ωραίος είσαι... Μαλάκες είμαστε εμείς; Πού περιμένουμε...;

Δέν θυμάμαι άν τό «Σύ είπας» μού τό πέταξε, πρίν από μιά χειρονομία μου πού είχε νά κάνη μέ τό μεσαίο μου δάκτυλο ή όχι· θόλωσα πολύ γιά νά ξεδιαλύνω κάποια πρωθύστερα. Κατάφερα όμως νά βγάλω όλο τό κεφάλι μου έξω, φωνάζοντας, προτείνοντας, συστήνοντας νά αποκαλέση μαλάκα τόν πατέρα του καί τόν αδελφό του καί τήν μάνα του καί εκεί πού τόν παίρνει καί νά κόψη γιατί ρέ δέν μάς κάνεις τήν χάρη πού τολμάς νά πώς πρέπει νά σού φανή ότι υπάρχουν καί άλλοι όταν δημιουργούν καί δηλαδή πώς τήν είδες τήν.

Τό πράσινο ανέτειλε στό φανάρι καί μερικές κόρνες άρχισαν νά χασμουριούνται. Δέν άκουγα όμως όλα αυτά. Ένα υπόκωφο καί ζεστό, κυρίως ζεστό, βουητό κόπιασε στ’αυτιά εκείνη τήν ώρα καθ’ήν ο τύπος βγήκε από τό αυτοκίνητό του.

Φαντάζομαι ότι θά είχε φτιάξει, θά είχε στήσει πολύ πίσω τό κάθισμα του, διότι, καθώς βγήκε, μού έκανε εντύπωση τό ύψος του, ήταν αρκετά ψηλός, ξεκάθαρα περισσότερο τού μέσου όρου. Δέν έδειχνε όμως άχαρα ψηλός, ήταν καί εύσωμος. Εύσωμος καί ταχύπους. Τόν είχα πάνω μου πλέον, δίπλα μου, στό ανοικτό παράθυρο μέ χωρίς ύφος Γκ. Όλντμαν, τώρα μού θύμιζε τόν Κλεμέντσα. Ναί ναί! Τόν Κλεμέντσα σέ κάποιο drive in ταχυφαγείο νά ρωτά τί θά πάρω. Η Πουλχερία, πάντοτε τροχοπέδη σέ γαστρονομικά ξεσαλώματα, ομοίως πέταξε ένα μήν δίνεις συνέχεια, πάμε νά φύγουμε αλλά η παραίνεσή της είχε τόση σημασία όσο καί η αλλαγή τού πράσινου σέ κόκκινο τήν δεδομένη στιγμή. Εξάλλου δέν τήν καλάκουσα, ήμην στραμμένος έξω, στόν πουτανασγιό, στήν διά τού παραθύρου διαφαινομένη απειλή.

Είχε σίγουρα ρητορικόν χαρακτήρα τό ερώτημά του θά ήθελες νά επανελάμβανες τί μού προέτεινες, άλλωστε τί απάντηση νά περιμένης εάν στέλνης τήν γροθιά σου στό στόμα τού άλλου; Ένα (αναγνωριστικό) μπατσάκι του στό πρόσωπό μου, μού ξεκαθάρισε τίς προθέσεις του. Άρχισα νά προσπαθώ νά βρίσ(ζ)ω φωνάζοντας, η γλώσσα μου όμως δέν υπάκουε – κάποια νεύρα της μάλλον σάν νά σωφρωνίζοντο καί (κρατάτε με ρέ!) σάν νά χόρευα στό κάθισμα. Ήθελα νά καταδείξω ότι οσονούπω έβγαινα (τσσσς!) αλλά (ναί ρέ!) καίτοι ο γάντζος τής πόρτας ήταν εκεί (πάντα ήταν) γιά κάποιον λόγο δέν χρησιμοποιείτο. Όπως επίσης, δέν χρησιμοποιείτο καί η Πουλχερία, η παράκλησή της νά ... Νά ... Δέν θυμάμαι τί ακριβώς ήθελε, μάλλον νά τόν σπάσω στό ξύλο, θά’θελε, ναί! Νά τόν κάνω μαύρο, νά τόν βάλω νά φτύση κάθε δόντι του στήν χούφτα του, νά κάτση οκλαδόν στήν άσφαλτο καί νά μού ζητά μύριες συγγνώμες! Αλλά πάλι, κανείς δέν στοιχημάτιζε γιά ένα τέτοιο ενδεχόμενο... Τό κάδρο είχε μιά εικόνα μέ μένα στό βολάν κι αυτόν τόν πουτανσγιό πανωδίπλα μου.

Ο οποίος βλέποντας ότι φερόμην (καί ήμην) εντελώς κοκοράκι άσφαιρο, κατάλαβε τήν φτιάξη, διείδε πεδίον σπρωξοφάπας λαμπρόν καί ήρχισε μιά λαχταριστή οβερτούρα - κουβερτούρα.

- Καί τί νόμιζες ρέ μπάμια, τζάμπα θά έχεζες τόν εμετό σου, σού’χω κάποιες έτοιμες, θά πάρης καί γιά τό σπίτι, παλιομπαγλαμά, άντε ψόφα μπάσταρδε ελεεινέ, γαμώ τήν ψυχή σου, καριόλη...

Κι όλα αυτά τά ελληνορωμαϊκά είχαν ανάμεσά τους διαχυτικότητες (απευκταίες). Δέν μού’ριχνε ισχυρές μπουνιές, απλώς μέ τήν παλάμη του, μού έσπρωχνε τό κεφάλι. Πότε δεξιά καί πότε από τήν άλλη, ώς επιστέγασμα τών μπινελικίων. Μέσα στό πρόγραμμα καί κάποιες καρπαζές (σύκ). Η πλήρης απορριματοποίησις. Μιά κρέστ ξεφτύλα, τό άκρον άωτον τής τσιμπουκοποιήσεως. Κι όλα αυτά σέ νιοστόν βαθμόν ένεκα τής πουλχερείου παρουσίας παρακείμενως. (Παρακείμενος κι υπερσυντέλικος θά ήτο τυχόν πρόθεσίς μου «σκοραρίσματος» γιά εκείνο τό βράδυ... Τί κρίμα!)

Έβαλα μιά πρώτη , δέν πρόσεξα κάν τί χρώματος ο φάναρος καί βούρ! Κι όταν ήμην αρκετώς ασφαλούς απόστάσεως μέ τόν πουτανασγιό, φώναξα:

- Γαμώ τό μουνί τής μάνας σου, ρέ πουστόπαιδοοοοοοο...

Ευνουχισμένος ψυχολογικά, συνέχισα τήν πορεία πρός τήν ακύρωση κάθε πρόθεσης πού μπορεί νά είχε υπάρξει μέχρι πρίν από τό γεγονός αυτό, μή τολμώντας νά στραφώ στήν Πουλχερία ήτις εξακολουθούσε νά παίζη μέ εκείνο τό βρωμολουράκι...

Είμαι χάλιας. Αφήστε με μέ τό τσαγάκι μου... Κι άς τέλειωσε....


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats