λὸλ ~ ὁ κύριος;
Στὰ χρόνια τῆς γνωστότατης γιὰ
τὴν κιτσαρία ἀλλὰ καὶ γραφικότητά της, δεκαετίας τοῦ ὀγδόντα, πρὸς τὸ τέλος
της, στὸ δωμάτιό μου δὲν εἶχα ἀφίσες τοῦ Θωμᾶ Μαύρου, τῶν Μότλυ Κιούρ ἢ τῶν
Σμίθς. Καὶ δὲν εἶχα τέτοιες, διότι τὸ δωμάτιο στὸ ὁποῖο κοιμόμανε δὲν ἦταν
παιδικό, ὄχι! Τὸ μοιραζόμανε μὲ μιὰν μελαχροινή, τριανταοκτὼ κιλὰ λαφρύτερη ἀπὸ
τὰ σήμερις, ἑβδομήκοντα τεσσάρων ῥαγάδων ὑπολειπομένων ἀπὸ τὰ σήμερις καὶ
γκρίνιας χιλίων μυρίων ἑξακοσίων τριακοντατριῶν πρηξοφρύδικων πονοκεφάλων
ὀλιγοτέρων ἀπὸ τὰ σήμερις. Τότε λοιπόν γύρω στὰ 1989, ἀφίσσες εἶχα ὄχι ποίων
ἀναφέρω ἀνωτέρω, ἀλλὰ τὶς τῆς Δήμητρας Λιάνης Παπανδρέου, σὲ πόζες μάλιστα τὶς
ὁποῖες πολλὰ ἐξεμεταλλεύθη ὁ ἀδάμας τοῦ λειτουργημάτου τοῦ δημοσιογραφικοῦ κι
ἐκδοτικοῦ, Γεώργιος Κουρῆς, πρωτοσελίδως στὴν Αὐριανή του στὸ μέσον τῆς ἐσχάτης
δεκαετίας τῆς δευτέρας χιλιετηρίδος μετὰ Χριστόνε.
Κατόπιν τούτου, γένεται τοῖς πᾶσι
ἀντιληπτὸν τὸ ποσὸν τοῦ ἔρως μου γιὰ τὴν Δήμητρα Λιάνη Καποπούλου Παπανδρέου,
ὥστε νὰ τὴν ἔχω κορώνα στὸ κεφάλι μου, ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς συζυγικῆς κλίνης σὲ
πόζες της νηστευάμενες ῥούχων, μαγιῶν καὶ ἄλλων τέτοιων, χωρὶς νὰ μὲ νοιάζει
ποσῶς ἡ δυσαρέσκεια τῆς συζύγου, κάθε ποὺ συναντιομαστᾶνε κρεββατίῳ ἡμῶν. Ἔτι
μᾶλλον, μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὸν (βάσει ὅλων αὐτῶν) ὅτι ἄμεσα ἔσπευσα
κἀγὼ νὰ ἀγοράσω (καὶ διαβάσω) τὴν τοῦ Κούντερα καὶ τοῦ εἶναι, ἀβάσταχτη
ἐλαφρότητα ὅταν συνεντευξιακῶς ἐδήλωσεν ἡ Δ. Λ. Κ. Π. πὼς εἶναι τὸ ἀγαπημένο
της καὶ «ἐτοῦτο διαβάζω αὐτὸν τὸν καιρὸ» ποὺ τώρα πιὰ εἶναι τῷ καιρῷ ἐκείνῳ...
Τέλος πάντων, τὰ ἔτη παρῆλθον, ἡ
Δ. Λ. Κ. Π. σίτεψε, ἐσφαγίασε μάλιστα καὶ ἑαυτόν, ἤτοι μέρος της τόσο λιγωτικῶς
ὡραῖον (κι αἰτία γιὰ τὴν κορνιζοποίησίν της στὸ ντοῖχο στὴν κρεβατοκάμαρά μου)
ἡ λαύρα μου δι’αὐτὴν κατασιγήθηκε ἀλλὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Τσέχο συγγραφεῦ
παραμένει ντούρα.
Ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο τοῦ γέλιου
καὶ τῆς λήθης, μέσῳ πέντων μικρᾶς ἐκτάσεως μὴ ἐχόντων τὴν παραμικρὰν σχέσιν
μεταξύ των διηγημάτων, προσπαθεῖ (κι ἂς σφίγγεται νὰ μᾶς πείσει γιὰ τὸ
ἀντίθετο) νὰ ἀπεκδυθεῖ ἑνὸς τρομακτικῶς ἀκαταβλήτου ἐνοχικοῦ συνδρομάτου ὅπερ ἀπέκτησε
γιὰ ὅ,τι συνέβη κι ἔκαμε κατὰ τὰ χρόνια τῆς εἰσβολῆς τῶν σοβιετικῶν κουμουνιῶν.
Τὸ ὅλο πόνημα ἰσορροπώντας μεταξὺ
μαγικοῦ ῥεαλισμοῦ, πολιτικοῦ δοκιμίου καὶ προχειρογραφῆς ποὺ φχιάνεται ἀπὸ
κάποιονα ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει κάποια ἵνα τὴν μπηδήξει (γνωστὸν
ἄλλως τε πόσο χαζοπούλια εἶναι αἱ γυναῖκαι) ἐν τέλει καταλήγει σὲ κάτι ποὺ
μᾶλλον ἀπόσταγμα δέον χαρακτηρισθῇ καὶ ἐπίσης μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς ἡ κινητήριος
δύναμις γιὰ ὅλα τὰ κίνητρα λογοτεχνίας ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἰδοῦ τί λέγει ὁ
Κούντερας:
Κάθε ἄντρας ἔχει δύο ἐρωτικὲς βιογραφίες. Συνήθως γίνεται λόγος γιὰ τὴν
πρώτη βιογραφίαν, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν κατάλογο ἐρωτικῶν σχέσεων καὶ
συναντήσεων ὅπου κυρίαι, δεσποινίδες, θεῖτσαι ἔλυσαν τὴν βράκα τους ἐνώπιον τῆς
σκληρῆς μας κι ὑγρῆς (ἕνεκα ἡ συγκίνησις) σιδερόβεργας. Ὅλαι αὐταὶ αἱ γυναῖκαι
μὲ τὰς ὁποίας εἴχομεν σχέσεις, μᾶς κατάπιαν τὸ σπέρμα, τὶς ἀγαπήσαμε ἀπὸ μέρη
ἐξόχως ἀντισυλληπτικά, τὶς πιτσιλίσαμε ἰαμβικῶς δεκαπεντασυλλαβίως, τῶν
ἐξιτάραμε τὸν πρόστυχο (γυναικεῖος ἄλλως τε) νοῦ, τῶν θίξαμε τὰς φωνητικὰς
χορδὰς μὲ τὸ πέμπτον (τὸ ἀσπόνδυλον) ἄκρον μας, τὶς βάλαμε νὰ καλέσουν τὸν
σύζυγόν των ὅταν τὶς χορεύαμε μπάλο ὄπισθεν.
Ἡ πιὸ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ἄλλη βιογραφία: ἡ πομπὴ γυναικῶν ποὺ
τὶς θέλαμε ἀλλὰ μᾶς ξέφυγαν, ἡ ὀδυνηρὴ ἱστορία ἀπραγματοποίητων δυνατοτήτων.
Μίλαν Κούντερας – Τὸ βιβλίο τοῦ
λὸλ καὶ τοῦ omg
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα