Σάββατο, Μαΐου 21, 2011

Πολύχρονος Βασιλεῦ!







Ἄχ! Νὰ τρώγω τὰ κάκαλά σ’!



Δοξολογία ἐν Μητροπόλει ἐπὶ τῇ ὀνομαστικῇ ἑορτῇ τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος, τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου. Μάιος 1967. 
01:35΄:12΄΄ - 03:56΄:14΄΄









Βρὲ legalize them. All!


Τί κι ἂν τελειώνῃ τὸ Τὸ Νησὶ μεθαύριο...

Κάποιοι (οἱ ἀναζωογονητὲς τῆς ἑλληνικιᾶς κοινωνίας, οἱ μπολιάσαντες αὐτὴν μὲ ἀρώματα πολυπολιτισμικά, οἱ μαζέψαντες τὶς ἐλιὲς ἀπὸ τὰ χωράφια, οἱ κτίσαντες σπίτια, οἱ γαμήσαντες ἡμᾶς ἀλλὰ καὶ τὶς γυναῖκες ἡμῶν, οἱ θὰ σώσουνε τὸν ΙΚΑ) ἔχουν φροντίσει γιὰ τὸ σήκουέλ του!

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ

ΑΕΚ ΠΑΟΚ 3-0 (ΟΑΚΑ) 15/5/2011
Πρωτάθλημα – Πλέυ Ὂφφς – 3η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς , 5 Δέλλας, 21 Ντιὸπ (78΄ 6 Ματέος), 11 Μίτσελ, 14 Μάκος, 39 Μπαχά, 1 Καφὲς (50΄ 7 Γκερέιρο), 32 Σκόκκο (65΄ 19 Λαγὸς)
Σκόρερ: 21΄ Δέλλας 47΄ 68΄ Ντιὸπ
Κίτριναι: Σκόκκο Μίτσελ
Διαιτητής: Μάνταλος



ΠΑΟΚ ΑΕΚ 2-1 (Τούμπα) 18/5/2011
Πρωτάθλημα – Πλέυ Ὂφφς – 4η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς , 5 Δέλλας, 21 Ντιόπ, 14 Μάκος, 11 Μίτσελ, 18 Μπλάνκο (62' 9 Λεονάρντο), 32 Σκόκκο (76΄ 7 Γκερέιρο) 19 Λαγὸς (56΄ 39 Μπαχὰ),
Σκόρερ: 14΄ Σκόκκο
Κίτριναι: Ντιὸπ Σάχα Γεωργέας
Κόκκιναι: Μάκος (2 κίτρ.)
Διαιτητής: Σιδηρόπουλος

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

Count on me!



ΛΓΜ - 5,6

Πέμπτη, Μαΐου 19, 2011

ἡρωϊκές, ἀτρόμητες ΕΠΟΝίτισσες!

Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011

ἄχ, ὄρχιδέαι!

Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

ὀρχιδέαι

πανάρχαιο φρικῶδες


«Ἔχω τόσο ἀπηυδήσει μὲ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν κόσμο, ὥστε δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς κι ἂν πρόκειται γιὰ δύο τουλάχιστον φόνους ἀνὰ σελίδα ἢ γιὰ τὴν ἀκατονόμαστη καὶ ἀκαταλόγιστη φρίκη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακρινοὺς κόσμους.»
Χ.Φ. Λάβκραφτ

Τὸ γιοφύρι τῆς Ἄρτας


Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἐξῆντα μαθητάδες
γιοφύρι ἐθεμέλιωναν στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι.
Ὁλημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν.
Μοιριολογοῦν οἱ μάστοροι καὶ κλαῖν οἱ μαθητάδες:
«Ἀλοίμονο στοὺς κόπους μας, κρίμα στὶς δούλεψές μας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζουμε τὸ βράδυ νὰ γκρεμιέται.»
Πουλάκι ἐδιάβη κι ἔκατσε ἀντίκρυ στὸ ποτάμι,
δὲν ἐκελάηδε σὰν πουλί, μηδὲ σὰν χηλιδόνι,
παρὰ ἐκελάηδε κι ἔλεγε ἀνθρωπινὴ λαλίτσα:
«Ἂν δὲ στοιχειώσετε ἄνθρωπο, γιοφύρι δὲ στεριώνει,
καὶ μὴ στοιχειώσετε ὁρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη,
παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὅμορφη γυναίκα,
ποὺ ἔρχεται ἀργὰ τ’ ἀποταχὺ καὶ πάρωρα τὸ γιόμα.»

Τ’ ἄκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μὲ τὸ πουλὶ τ’ ἀηδόνι:
Ἀργὰ ντυθεῖ, ἀργὰ ἀλλαχτεῖ, ἀργὰ νὰ πάῃ τὸ γιόμα,
ἀργὰ νὰ πάῃ καὶ νὰ διαβῇ τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Καὶ τὸ πουλὶ παράκουσε κι ἀλλιῶς ἐπῆγε κι εἶπε:
«Γοργὰ ντύσου, γοργὰ ἄλλαξε, γοργὰ νὰ πᾷς τὸ γιόμα,
γοργὰ νὰ πᾷς καὶ νὰ διαβῇς τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.»

Νά ’τηνε κι ἐξανάφανεν ἀπὸ τὴν ἄσπρην στράτα.
Τὴν εἶδ’ ὁ πρωτομάστορας, ῥαγίζεται ἠ καρδιά του.
Ἀπὸ μακρυὰ τοῦς χαιρετᾷ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι καὶ σεῖς οἱ μαθητάδες,
μὰ τί ἔχει ὁ πρωτομάστορας καὶ εἶναι βαργιομισμένος;»
«Τὸ δαχτυλίδι τό ’πεσε στὴν πρώτη την καμάρα,
καὶ ποιὸς νὰ μπῇ, καὶ ποιὸς νὰ βγῇ, τὸ δαχτυλίδι νά ’βρῃ;»

«Μάστορα, μὴν πικραίνεσαι κι ἐγὼ νὰ πά’ σ’ τὸ φέρω,
ἐγὼ νὰ μπῶ, κι ἐγὼ νὰ βγῶ, τὸ δαχτυλίδι νά ’βρω.»
Μηδὲ καλὰ ἐκατέβηκε, μηδὲ στὴ μέση ἐπῆγε,
«Τράβα, καλέ μ’ τὸν ἅλυσο, τράβα τὴν ἁλυσίδα
τί ὅλον τὸν κόσμο ἀνάγειρα καὶ τίποτες δὲν ηὗρα.»

Ἕνας πηχάει μὲ τὸ μυστρὶ κι ἄλλος μὲ τὸν ἀσβέστη,
παίρνει κι ὁ πρωτομάστορας καὶ ῥίχνει μέγα λίθο.
«Ἀλίμονο στὴ μοίρα μας, κρίμα στὸ ῥιζικό μας!
Τρεῖς ἀδελφάδες ἤμαστε, κι οἱ τρεῖς κακογραμμένες,
ἡ μιά ’χτισε τὸ Δούναβη, κι ἡ ἄλλη τὸν Ἀφράτη
κι ἐγὼ ἡ πλιὸ στερνότερη τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Ὡς τρέμει τὸ καρυόφυλλο, νὰ τρέμῃ τὸ γιοφύρι,
κι ὡς πέφτουν τὰ δεντρόφυλλα, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες.»

«Κόρη, τὸ λόγον ἄλλαξε κι ἄλλη κατάρα δῶσε,
πο’χεις μονάκριβο ἀδελφό, μὴ λάχῃ καὶ περάσει.»
Κι αὐτὴ τὸ λόγον ἄλλαζε κι ἄλλη κατάρα δίνει:
«Ἂν τρέμουν τ’ ἄγρια βουνά, νὰ τρέμῃ τὸ γιοφύρι,
κι ἂν πέφτουν τ’ ἄγρια πουλιά, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες,
τί ἔχω ἀδελφὸ στὴν ξενιτιά, μὴ λάχῃ καὶ περάσει.»

Σάββατο, Μαΐου 14, 2011

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ








ΑΕΚ Ὀλ. Βόλου 1-0 (ΟΑΚΑ) 8/5/2011
Πρωτάθλημα – Πλέυ Ὂφφς – 1η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς , 5 Δέλλας, 14 Μάκος, 11 Μίτσελ, 21 Ντιόπ, 39 Μπαχὰ (86' 18 Μπλάνκο), 9 Λεονάρντο (61' 1 Καφὲς), 33 Λυμπερόπουλος (33' 7 Γκερέιρο)
Σκόρερ: 38΄ Λεονάρντο (πέν.)
Κίτριναι: Μάκος Δέλλας Λεονάρντο
Διαιτητής: Θάνος

 





ΠΑΟ ΑΕΚ 1-1 (ΟΑΚΑ) 12/5/2011
Πρωτάθλημα – Πλέυ Ὂφφς – 2α Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς , 5 Δέλλας, 21 Ντιόπ, 11 Μίτσελ, 19 Λαγὸς (82΄ 14 Μάκος), 18 Μπλάνκο (63΄ 39 Μπαχὰ), 9 Λεονάρντο (77΄ 24 Μπὲρνς), 1 Καφὲς
Σκόρερ: 2΄ Λεονάρντο
Κίτριναι: Μπλάνκο
Διαιτητής: Τσινιάρης




tora tora tora!

Παρακαλοῦνται οἱ συναγωνιστὲς νὰ μὴν τραμπουκίζουν σὲ (δικαίους καὶ ἀδίκους) οἰκονομικοὺς μετανάστες (sic), διότι θὰ τρομάξουν, θὰ φύγουν καὶ τότες ποιός θὰ μαζέψῃ ἐκεῖ κατὰ τὸν ὀχτώβρη, τὶς ἐλιὲς μας; 

Δὲν λέει, κολοβὰ νὰ μείνουν τὰ μαρτίνια μας!






Ἄ! Καὶ μὴν ξεχνιόμαστε!

Νομιμοποίηση ὅλων τῶν μεταναστῶν!


Καὶ ἐπειδὴς ἕνα χρονικὸ ἐπίρρημα ποτὲς δὲν βλάφτει…

… Νομιμοποίηση ὅλων τῶν μεταναστῶν, τώρα!


ἀκούσατε, ἀκούσατε!


Τετάρτη, Μαΐου 11, 2011

Στράτος Διονυσίου ~ 11 Μαΐου 1990

Κυριακή, Μαΐου 08, 2011

μάνα σμυρνιὰ

Ἑορτὴ τῆς μάνας λέγουν, ἀλλὰ ποῖα μάνα;

Ἡ χειραφετημένη; Ἡ σουφραζέτα; Ἡ (ἐνσυνειδήτως) ἄγαμος;

Κατ’ἐμὲ δέον νὰ ἑορτάζῃ μόνον ἡ οἰκοκυρά, ἡ παραδοσιακή, ἡ σχεδὸν Λωξάντρα - ἔγγαμος φυσικά, περιττὸ ποὺ τὸ ἀναφέρω... 

Πρὸ τῆς ἰδιότητος τῆς μητρός, ἡ ἰδιότης τῆς συζύγου – κι ὄχι σύζυγος καταπιόλα σαλούφα μὰ σύζυγος ἀφοσιωμένη, ὑποχωρητική, ὀλιγοκαθολουμίλητη μὲ δεξιότητες μάλιστα στὴν κουζίνα. Πρῶτα αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις κι ὅλα τὰ ἄλλα ἕπονται.



Πορφυρογέννητος Γωνιὰ


ΑΕΚ

ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΧΕΙΡΟΣΦΑΙΡΙΣΕΩΣ 2010-2011



Παρασκευή, Μαΐου 06, 2011

Count on me!


ΛΓΜ - 4,9

Πέμπτη, Μαΐου 05, 2011

Bόρται

Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις ἐκδήλωση σὲ κάποιο αὐτοδιαχειριζόμενο στέκι σὲ μιὰν κάθετον ὁδὸν τῆς Θεμιστοκλέους, στὸ αὐτόνομο κρατίδιο τῶν Ἐξαρχείων. Βασικά, γιὰ νὰ γκουσγκουνίσω εἶχα πάει, μὲ εἶχαν πεῖ κάτι φίλοι ὅτι γκομενάκια ἐκεῖ, ἄνευ ἀντιτίμου, παραχωροῦνται ὥστε νὰ ἐπιδείξουν συνεπή πρὸς τὶς ἐπιταγὲς τῆς κοινοκτημοσύνης, στάση. Φθάνοντας, ἔσυρα τὴν καγκελόπορτα, μπῆκα σὲ μιὰν αὐλὴ πατώντας προσεκτικὰ ἵνα μὴν χαλάσω τὶς χαμαὶ πεταμένες σύριγγες, βελόνες, τζιβάνες, κουτάκια μπύρας καὶ καθῆκον ἐπιτελέσαντα προφυλακτικά. Οἱ ἦχοι ἀπὸ μέσα μὲ ξενέρωσαν αὐτοστιγμί, μὰ δὲν ὀπισθοχώρησα. Ἀνέβηκα.

Ἦταν μιὰ συναυλία γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν στὴν Νικαράγουα τσιμπουριῶν. Τὰ τσιμπούρια, ὅπως μὲ πλεροφόρησε ἕνας ἐπὶ τῆς θύρας μουσάτος τυπὰς μὲ ζαλιστικὰ δυσώδη ἀναπνοή, «χαίρουν» γενοκτονίας ἀπὸ φασίστες σκύλους οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸν κνησμό, ξύνονται οἱ μπινέδες· τάδε ἔφη ὁ ξεπλένης σύντροφος ὅστις μοῦ ζήτησε τρία εὐρὼ γιὰ τὸ συμπαραστάσεως ταμεῖο, κάνοντας ἀκόμη πιὸ ἐλεεινὴ τὴν μυρωδιὰ τοῦ χνώτου του.

Δὲν γαμεῖται, ἐσκέφθην! Περισσότερα μοῦ παίρνουν κάποιες κυρίες στὴν Πατησίων, ἂς πάῃ τὸ παλιάμπελο κατέληξα καὶ ἄραξα, σὲ κάποια γωνιά, προσπαθώντας νὰ διώξω μιὰ τιτάνια ἀβολία, μὰ ποῦ εἰσὶν αἱ γκόμεναι;

Ἀντὶ γιὰ γκομενάκια ὅμως, εἶδα μιὰ ψόφια σκαρμούτσα στὴν ἄκρη τοῦ δωματίου μὲ ἕνα μαντολίνο στὸν κόρφο της νὰ παίζῃ κάτι ἔντεχνα. Καγώ, παλαιόθεν ἄτεχνος, κάγκουρας κακολαϊκός, τετράκις πταρνίσθην χάνοντας μάλιστα ἕνα δόντι (τὸν κάτω δεξιὰ κοπτήρα) νοιώθοντας μιὰν ἀλλεργία τί νὰ σᾶς λέω! Ἕνας μπροστά μου καθήμενος ψηλέας, γύρισε ἀπότομα, μὲ κύτταξε μὲ ἕνα ὕφος ἀπειλητικότατο, προφανῶς διότι ἀντελήφθη κάτι ὑγρό, ὕδατος ὁμοιάζοντος πάνω του. Πάθημα μέγα γιὰ κάποιον μὲ ἀλλεργία στὸ νερὸ κι ὅ,τι κάνουμε μὲ αὐτὸ στοὺς καμπινέδες καὶ τὰ βαλανεῖα.

Πέταξε κάτω τὸ γιομιστὸ στριφτό του, μὲ πλησίασε γιομιστὸς μάνητα, μὲ σκούντηξε στὰ πέτα μὲ τὴν ἴδια παλάμη ποὺ πρὶν εἶχε σκουπίσει τὸ σβέρκο ἀπὸ τὰ σάλια μου καὶ δήλωσε ὅτι κάνει ἔρωτα στὸν Χριστό μου.

Παραδόξως, διετήρησα μιὰ κάποια ψυχραιμία καίτοι φυλλοκάρδια ἔτρεμα καὶ τοῦ μπόρεσα νὰ ἀποκριθῶ: τὸν Χριστό μου; «Μου» σύντροφε; Μου; Τὸν δικό μου; Μοῦ φαίνεται θέλεις ἐντατικὰ περὶ κοινοκτημοσύνης, μαθήματα!

Ἡ μουσικὴ εἶχε παύσει (τὸ μαντολίνο δηλαδὴ καὶ τὸ κουλτουριάρικο γκάρισμα τῆς στὴν ἂς ποῦμε σκηνὴ ξεπατόλας) καὶ τὸ σύμπαν ὅλων τῶν εὐγενῶν φυσιογνωμιῶν δωματίῳ, εἶχε στραφῇ πάνω μας, πάνω μου γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀφοῦ γὼ ξεστόμισα τὴν ἐσχάτη κουβέντα. Στὸ σύμπαν περιελαμβάνετο καὶ ὁ μόλις μὲ καθαρὸ σβέρκο, ἡ παρατήρησίς μου ἐπὶ ἰδεολογικῆς καθαρότητος τοῦ εἶχε κομπλάρει τὴν διάθεσή νὰ μὲ σπάσῃ στὸ ξύλο, κάτι διόλου δύσκολο γι’αὐτόν. Σὰν στήλη ἅλατος εἶχε παγώσει καὶ μετ’ὀλίγον, ἀμιλήτου, γύρισε μοῖρες 103, ἐστράφη πρὸς μιὰ παρέα ἀσβῶν ἀγωνιστῶν ὑπὲρ τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας καὶ κατὰ τοῦ ῥατσισμοῦ βεβαίως βεβαίως.  

Οἱ πέριξ διασκέδασαν τὴν βαριὰ ἀτμόσφαιρα· ἐντάξει, ἔληξε, ὅλα καλὰ διαλαλοῦσαν καὶ γὼ ἀναστέναξα ἀνακούφιση ἰσιώνοντας τὰ πέτα μου. Στράβωσα τὰ χείλη σὲ ἕνα ὀλίγον ἀμήχανο, ὀλίγον θριάμβιο χαμόγελο καὶ τὸ περιέφερα στοὺς γύρω μου. Ἡ ματιά μου σκάλωσε στὸ βάθος, ἦταν ἡ ἀοιδὸς ποὺ μὲ κυττοῦσε ποὺ μὲ παρατηροῦσε ποὺ μὲ κάρφωνε. Καὶ ἐπειδὴ μὲ κύτταξε λίγο παραπάνω τοῦ κανονικοῦ μέχρι παρεξηγισίμου δηλαδή, τῆς χαμήλωσα τὸ φρύδι γιὰ νὰ βεβαιωθῶ. Κίνησε ἀργὰ τὸ κεφάλι ἐπιβεβαιωτικῶς καὶ κύλησε πρὸς τὸ μέρος μου.

Φθάνοντας, χωρὶς τίποτε νὰ πῇ, σκαρφάλωσε τὰ δάκτυλά της στὸ πρόσωπό μου, ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ τὸ ἐτοιμόλογον ἀλλὰ καὶ τὴν κατάρτισή μου περὶ τῶν ἰδεολογικῶν. Μὲ ἕνα σάλτο τὰ ἄραξε στὰ χείλη μου καὶ τὰ διέτρεξε, πρῶτα τὸ πάνω, ὕστερα τὸ κάτω, πάλι τὸ κάτω, κατόπιν καὶ τέλος, τὸ πάνω. Τῆς ἔβλεπα τὸ βλέμμα ποὺ ἀκολουθοῦσε τὰ καλπάζοντα στὰ χείλη μου δάκτυλά της –τὸν δείκτη καὶ τὸν μέσο δηλαδὴ– καὶ ξαφνικὰ ἀντελήφθην ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ γκόμενα ποὺ κερνοῦσε τὸ κορμί της στὰ πλαίσια μιᾶς ξεκαρδιστικῆς ἰδεολογικῆς συνεπείας. Ψυλλιασθείς τι, ἄνοιξα λίγο τὰ χείλη κι αὐτὴ πλησίασε πολύ, περισσότερο τὸ κεφάλι της κι ἄλλο τὸ πρόσωπο μὰ ἐντελῶς τὴν γλώσσα της, πρώτη ἀπὸ ὅλα. Τὴν πῆγε γιατρευτικὰ στὴν πληγή τοῦ κάποτε δοντιοῦ μου γυροφέρνοντάς την σχεδὸν ἀσταμάτητα, ἰδανικῶς ἀργά.

Μὲ μπόλιασε μὲ τὰ μέσα της καὶ ἔνοιωσα μιὰ ἄφατη συμπάθεια γιὰ τὰ τσιμπουράκια τῆς λατινικῆς ἀμερικῆς νὰ μοῦ μεγαλώνῃ, νὰ μοῦ σκληραίνῃ, νὰ μοῦ δυσκαμπτίζῃ καὶ νὰ δακρύζῃ μάλιστα γιὰ τὰ πάθια τους. Ἤμουν βαθιὰ συντεταραγμένος μὲ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου, ντρεπόμουν γιὰ τὴν ζέστα μου καὶ εὐτυχῶς, μιὰ τύψη μοῦ μαστίγωσε τὸ ξάναμα ποὺ μὲ ταρακουνοῦσε κι ἔτσι μπόρεσα νὰ ἀναστείλω τὴν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ἐκείνης βόλτας. Ταγμένος στὰ θέλω τοῦ πανανθρώπινου κινημάτου ποὺ κεῖνο τὸ βράδυ εἶχε ἀφιερωθῇ στὴν ὑπεράσπιση τῶν ἀντιφὰ τσιμπουριῶν, ἀνέβηκα μαζὺ μὲ τὴν μποέμισσα στὸ οἰωνεὶ πάλκο ἡ ὁποία κάνοντας κι αὐτὴ κάποιες σημαντικὲς παραχωρήσεις στὸ ῥεπερτόριο μὲ ἄφησε νὰ ἐχτελέσω Γιῶργο Μαργαρίτη.

Ἦταν μιὰ τέλεια βραδιὰ ποὺ κατέληξε κατευοδίως στὴν αὐλίτσα μὲ τὴν καλλιτέχνιδα νὰ συνεχίζῃ νὰ φροντίζῃ τὴν στομάτια πληγή μου, μιὰ φροντίδα ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ μπλέξουμε τὰ κορμιά μας σὲ σχῆμα γράμματος h καὶ μὲ τὴν παρτεναῖρ νὰ σκούζῃ σὲ λὰ ματζόρε: νεμήσου μου τὴν ἰδιοκτησία! ἀπαλλοτροίωσέ με! Κανεὶς ἄθρωπας δὲν εἶναι λαθραῖος! Περαίνοντας, ἔστειλα ἕναν παρ’ὀλίγον, ἕναν ἴσως, ἕναν ποτέ, σαφῶς ὅμως ὄχι λαθραῖο ἄθρωπα, κάτω, ἀνάμεσα στὰ κουτάκια μπύρας καὶ τὰ τελειωμένα γεμιστὰ ’γάρα καὶ ξεφυσώντας, τὴν ἄκουσα νὰ γνωματεύῃ σ’ἀγαπῶ. Δὲν κατάλαβα ποῦ ἀπευθυνόταν, ἐξ ἄλλου δὲν μὲ ἐνδιέφερε, ἔψαχνα ἄλλως τε νὰ βρῶ τὴν ζώνη μου, ἐνῷ ἡ ἔντονος προηγηθεῖσα διαπάλη μας μοῦ εἶχε στερήσει δύο κουμπιὰ ἀπὸ τὸ παντελόνι. Δὲν πρόσεχα τί ἔλεγε, σιάξας τὰ ῥοῦχα μου στράφηκα νὰ φύγω χωρὶς τὸν παραμικρὸ χαιρετισμό, αὐτὰ τὰ μικροαστικὰ παρωχημένα.

Στάσου! μοῦ στρίγγλισε καὶ ἔφραξε τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ μέγαρο. Γλύκανε τὴν κραυγὴ καὶ γλυκοχαμηλόφωνα, ῥώτησε, Δὲν θὰ σὲ ξαναδῶ, ἔ; Δὲν ἀπάντησα κάτι, κυττοῦσα χαμηλά, ἔνοιωθα φευγάτα μὲ αὐτὴν τὴν φυγῆς διάθεση νὰ ἐπιτείνεται λόγῳ κάποιων νεότευκτων τύψεων, κυττοῦσα χαμηλά, δὲν ἀπάντησα κάτι, ποιός ἀπαντᾷ σὲ ῥητορικὰ ῥωτήματα; Μοῦ χάιδεψε τὴν παρειὰ καὶ μοῦ χαμογέλασε τρυφερὰ καὶ παραπονιάρικα, ἴσως καὶ λίγο ἐπώδυνα, ἔτσι μοῦ φαινόταν ἡ ἔκφρασή της μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ φεγγαρόφωτος στὸ πρόσωπό της. Ἔσκυψε μπροστά μου ἀλλὰ ἐγὼ μὴ ἔχων ἀντοχὲς γιὰ περισσότερα ἀφροδίσια, ἀποφεύγοντάς την, ἀπότομα κίνησα πρὸς τὰ ἔξω. Μὰ ἔνοιωσα τὸ χέρι της ἀποτρεπτικὰ νὰ γραπώνῃ τὰ σκέλη μου, σηκώθηκε ἀπότομα καὶ ἀμίλητα μοῦ προσέφερε μιὰ γλάστρα καὶ ἕνα μὲ σπόρους σακουλάκι. Χαμογέλασε καὶ πετώντας ἕνα μὴ μὲ λησμόνει, ἔτρεξε πρὸς τὰ μέσα καὶ μὲ ἄφησε νὰ φύγω χωρὶς οὐδεὶς ἐκ τῶν δυό μας νὰ στραφῇ πίσω – χμ…

Μέχρι νὰ βγοῦν τὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸν οὐρολόγο, κυττοῦσα μὲ ἐπιφύλαξη κι ἐπιφυλακτικότητα τὴν γλάστρα. Κι ὅταν ὁ ἰατρὸς μοῦ εἶπε ὅτι δὲν κόλλησα κάτι, μιὰ αἰόλεια ἐκπνοὴ μὲ ἔκανε νὰ τὴν δῶ μὲ διαφορετικὸ μάτι. Ἄρχισα νὰ τὴν ποτίζω ἐντατικῶς καὶ γρήγορα ἐνεφανίσθησαν τὰ πρῶτα τέκνα ῥόκας. Μάλιστα, κάποιοι σπόροι, ἀκουσίως πέσαν σὲ ἕνα γειτονικὸ γλαστράκι, μαϊντανοῦ ἀπάγκιο, σπόροι οἱ ὁποῖοι τί περίεργο! ἔχουν μεγαλώσει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς πρώτους! (εἶναι περίεργο; Νὰ ἀνησυχήσω, κάνω κάτι λανθασμένο στὶς ζαρντινιέρες;)

Τὴν σαλάτα ὅταν ἐτοιμασθῇ τὸ λαχανικό, θὰ τὴν προσφέρω στοὺς λοῦμπεν προλεταρίους τῆς γειτονιᾶς καὶ σὲ οἰκονομικοὺς μετανάστες, σὲ κάποιο γεῦμα ἀγάπης. Σαλάτα μὲ παρμεζάνα, τοματίνια, τριμμένο μῆλο, μπαλσάμικο καὶ πάστα ἐλιᾶς. Χμ… Δὲν θὰ βάλω πάστα ἐλιᾶς, θὰ τὴν ἀντικαταστήσω μὲ σῶς τσιμπουριοῦ.






λοῦμπεν προλεταριάτο, τέως πουρκουὰ


Ἂν λέῃ, στὴν Γαλλία, ψήφιζαν μόνον οἱ τῆς ἐργατικῆς τάξεως, μονοκούκι θὰ ἔβγαινε ἡ Λεπέν! Τὸ Ἐθνικὸ Μέτωπο ἔρχεται πρῶτο στὶς προτίμησες τῶν ἐργατῶν μὲ ποσοστὸ 36%.

σαχλὸ καὶ κουραστικὸ

Γιὰ νὰ δοῦμε, θὰ ἀναστηθῇ, ὁ καλός μας ἄνθρωπος, στὶς 6 Μαΐου;

Τρίτη, Μαΐου 03, 2011

ἂν ἔχῃς βύσμα...

Ἦταν μιὰ καστανόξανθη κόρη μὲ μακρὺ ἀκύμαντο μαλλί, πράσινα ἀβοκάντο μάτια, χείλη σὰν φρὲς Τραστέβερε πάστα καὶ καμπύλες ποὺ δὲν χωροῦν ἐπίθετα - ἢ μᾶλλον ὄχι! Χωροῦυυν! Χωροῦυυυυν!

Τὴν πρωτόδα τὴν μεγαλοβδομάδα, στολίζαμε μαζὺ μὲ ἄλλες παρθένους τὸν ἐπιτάφιο, δὲν θὰ τὴν πρόσεχα μὰ τὸ ἄρωμά της σκέπασε κάθε ἄλλο φρέσκου ἄνθους καὶ στράφηκα στὸ μέρος νὰ δῶ τὴν φέρουσα καὶ φοροῦσα τέτοιο ἀναιδὲς καὶ βλάσφημο τερψιρίνιο.

Εἶχε τὰ μάτια χαμηλά, ἔξοχα ταιριαστὴ ἔκφραση μὲ τὴν παρθένιο περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ εὐλαβικῶς τηρεῖ τὸ σφιχτὸ τοῦ ὑμεναίου, μὰ δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ συστολή - ἔφτιαχνε σὲ κότσο κάτι ῥόδα καὶ τὰ μέριαζε δεξιὰ γιὰ νὰ τὰ θέσῃ πιὸ μετὰ στὸν ἐπιτάφιο. Παρὰ ταῦτα γοητεύθην τὰ μάλα μὲ τὸ στὺλ καὶ τὴν περίοδο τῶν παλλομένων ὀφθαλμῶν της. Μετῆλθον ἀγενῶν μέσων καὶ παραμέρισα μιὰν τριαντατριάχρονη κνίτισσα μὲ ἀξύριστο χομεϊνικὸ μύστακα ἡ ὁποία ἔραινε μὲ ἀνθόνερο τὸν ὕαλο τῆς εἰκόνας καὶ ἵστατο μεταξύ τῶν δυό μας.

Ἤμουν πιὰ δίπλα της μὰ ἡ κόρη δὲν φαινόταν νὰ μὲ ἔχῃ καταλάβει – συνέχιζε νὰ πλέκῃ λουλούδια, ἐνῷ μερικὲς στιγμὲς μποροῦσα νὰ τῆς διακρίνω ἀχνοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ ἀχχείλη της νὰ ψάλλῃ: οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων... Τὸ πέριξ λιβάνι μὲ εἶχε λίγο ἀπελευθερώσει καὶ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατηθῶ, τὴν φαντασιωνόμην νὰ χύνῃ
.
δάκρυα κι ἐγὼ νὰ προστρέχω τζεντλεμανικῶς νὰ τῆς τὰ σκουπίσω, εἴτε μὲ χαρτομάντηλα, εἴτε ἄνευ.

Ἀπότομα ἠσθάνθην λίγο ἀμήχανα κι ἔκθετος, ἔκθετος διότι ἔνοιωσα τὸ σῶμα μου ἐπίσης χρείαν χαρτομάντηλου νὰ ἔχῃ ὁπότε ποῖος θὰ τῆς σκούπιζε τὰ δάκρυα; Τὰ σχέδιά μου ἐν τῇ γενέσει των κατεστράφησαν μὰ δὲν θὰ κατέθετα τόσο εὔκολα τὰ ὅπλα. Χωρὶς χρόνο νὰ χάσω, ηὗρα ἄλλον τρόπον αὐτῇ προσεγγίσεως στὸν σωρὸν τῶν λουλουδῶν ποὺ εἶχα μπροστά μου.

Ἀπὸ τὰ πλέον θαλερά, τσιμποῦσα τὰ πιὸ φωτεινῶν χρωμάτων καὶ ὀξέος ἀρώματος πέταλα καὶ τὰ ἔβαζα στὴν ἄκρη, ἄκρη δεξιὰ ἡ ὁποία γι’αὐτὴν ἦταν ἄκρη ἀριστερά, ἡ μεθόριος ἡμῶν. Τὰ ἄφηνα μὲ κατσαρὸ τρόπο, μὲ τὰ δάκτυλά μου σὲ ὕφος ἐπιδεικτικῶς ἡδυπαθές, θὰ τὸ καταλάβαινε τὸ δίχως ἄλλο, ἀλλὰ κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβάνετο ἔτσι, ἡ διάρθρωσις τῶν φύλλων στὸ τραπέζι, σχηματίσαντα μιὰ καρδιὰ τὴν ἔκανε νὰ τὸ ἀντιληφθῇ, νὰ παραιτήσῃ τοὺς ὡραίους πένθιμους ψαλμοὺς καὶ νὰ μὲ κυττάξῃ κατάματα.

Κάποια χερουβεὶμ τὴν διαβεβαίωσαν γιὰ τὸ sin free τῆς ἡμετέρας περίπτωσεως καὶ χαράκωσε ἕνα ὑδρόγειο χαμόγελο στὸ πρόσωπό της, κάνοντάς με νὰ κατουρηθῶ ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἰκανοποίηση. Μερικὰ λεπτὰ τῆς ὥρας μετά, τὸ λυκαυγὲς μᾶς βρῆκε νὰ κυνηγιόμαστε σὲ ἕνα γειτονικὸν ἀλσύλιον καὶ στὰ ὅρια τοῦ βραδιοῦ μὲ νύκτα νὰ χάνουμε παρὰ φύσει τὴν παρθενία μας, ἀφήνοντας στὴν κνίτισσα τὴν βαριὰ δουλειά.

Ἡ Εὐδοξία εἶναι ὅ,τι καλλίτερο μοῦ ἔχει τύχει στὴν ζωή (πλὴν τοῦ ὅτι ἐγεννήθην ΑΕΚ) νομίζω δὲ πὼς ἔχω βρεῖ τὸ ἄλλο μου μισό. Μοῦ φέρεται ὅπως πρέπει μιὰ κοπέλα στὸν κύριό της νὰ φέρῃται καὶ κάθε ἡμέρα νοιώθω ὑποχρεωμένος καθὼς τὴν βλέπω μὲ μικρὲς εὐτελεῖς κινήσεις νὰ μὲ σκλαβώνῃ.

Σήμερα μοῦ ἔδωσε ἕνα τσαμπὶ λουλουδιῶν.

Δὲν εἶχα ξαναδεῖ τέτοια, λίγο περίεργα μοῦ φάνηκαν.

Τὴν ῥώτησα πῶς τὰ λένε κι αὐτὴ μοῦ ἀπεκρίθη:

Φέριουμ.

Εἶναι μιὰ ποικιλία, συνέχισε, ποῦ συναντᾶται στὰ ὑψίπεδα τῆς Μαδαγασκάρης μόνον, σὲ σχισμάδες βράχων φύονται καὶ μεγαλώνουν μόνον ἂν λιπαίνωνται ἀπὸ στρουθιόμορφα θηλυκὰ πτηνά μέρα παρὰ μέρα.

Φέριουμ.


Εἶναι ὑπέροχα!

Τὰ ἀγαπῶ!



Κυπελλοῦχος Πορφυρογέννητος Γωνιὰ



Ἀτρόμητος ΑΕΚ 0-3 (ΟΑΚΑ) 30/4/2011
Κύπελλον Ἑλλάδος – Τελικὸς
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλάς, 5 Δέλλας, 21 Ντιόπ, 14 Μάκος, 19 Λαγός, 18 Μπλάνκο (70΄ 1 Καφὲς), 32 Σκόκκο (33΄ 39 Μπαχὰ), 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 29΄ Λυμπερόπουλος 78΄ Μπαχὰ 85΄ Καφὲς
Κίτριναι: Μάκος Λυμπερόπουλος Ντιὸπ Καφὲς
Διαιτητής: Κάκος

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

chant desire


Ἀποεξαπανέκαθεν, ὁ καφὲς μὲ πείραζε μοῦ πείραζε τὰ νεῦρα καὶ ἐπειδὴ αὐτά, δυὸ στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὸ ὁρισθὲν τοῦ ἐξαπανέκαθεν σημείο, ἦσαν (καὶ εἶναι) εὐαίσθητα ὁ ἰατρὸς διὰ ῥοπάλου ἀπηγόρευσε αὐτὸ τὸ ῥόφημα.

- Κι ἐγὼ τί θὰ ῥουφῶ γιατρέ μου, πρόλαβα καὶ τὸν ῥώτησα σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ πῆρε ἀνάσα καὶ διέκοψε ἔτσι, τὸν κατὰ νηφελοκοκκόζωμον φιλιππικό του. Κάτι πρέπει νὰ ῥουφῶ ὁ ἔρμος, νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τὴν γλώττα, τὰ χείλη, τὴν προσοχή, κάπου τὴν ἐνεργητικότητά μου νὰ ἀφιερώνω!
- Νοίκιασε κάποιο γύναιον, τράβα σὲ σχολειὰ καὶ ψάρεψε τίποτις ΤΕΙ κοριτσούδια, ὑποσχέσου γάμο σὲ καμμιὰ φίλη, διάρρηξε τὴν ἀνία σὲ κάποια ὕπανδρον γειτόνισσα – ἔλα τώρα ποὺ ῥωτᾷς! Ἀλλὰ ἂν σὲ φοβίζῃ ἡ πιθανότης ἐγκεφαλικῆς γάγγραινας μετὰ ἀπὸ ἐπαφὴ μὲ γυναίκα –κάτι πιθανὸν κατὰ 99 τοῖς ἑκατὸ- μὰ συγχρόνως δὲν γίνεται νὰ μὴν ἀπασχολῇς κάπου τὸ στόμα καὶ ὅλα τὰ ἐκεῖ, τότε βολέψου μέ…φασκομηλάκι!

Καλὲ ναί, φασκόμηλο! Πῶς δὲν τὸ εἶχα σκεφθῇ; Ἦταν κάτι πολὺ ἁπλούν, καὶ εὔκολα πραγματούμενο, νὰ τὸ γυρίσω σὲ φασκομηλάκι, ἀλλὰ πάλι ἔξοδα γαμῶ τὸ στανιό μου; Ἐν ἐργασίᾳ, προβλέπεται κονδύλι γιὰ τὴν ἀγορὰ μόνον καφέ, τὸ φασκόμηλο, τριάκοντα γραμμαρίων ποσότης κοστάει ἕνα εὐρὼ καὶ ἑπτὰ λεπτά. Πάλι ἔξοδα;

Κάπως ὅμως θὰ ἤπρεπε νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τἄπαμε αὐτά, εἶχα πρόβλημα, ἀλλὰ παραπονιόταν καὶ ἡ τσέπη μὲ τὴν καινούρια συνταγογράφηση τοῦ ψυχιάτρου μου. Πῶς;

Ἔσπευσα μεγάλη Πέμπτη σὲ ἕνα γειτονικὸ μέν, μεγάλο δὲ πολυκατάστημα. Ὁ καιρὸς τέτοιος ποὺ δὲν προβλεπόταν κάποιο μουσάτο πανωφόρι μὲ τσέπες τῶν ὁποίων ὁ χῶρος ὁ ζωτικὸς θὰ προσεφέρετο γιὰ δραπέτευση ἄνευ διόδου ἀπὸ τὰ ταμεῖα, φασκομήλου – φοροῦσα ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνα λευκὸ φανελλάκι μὲ ἕνα τζὴν ἀπὸ κάτω ~~~~ οὐάου ~~~~ κοῦκλος ἤμανε, γιὰ φάγωμα στάνταρ, ναί. Τοῦτο – τὸ περὶ φαγώματος - συνερίστηκε μιὰ συνάδελφος ἡ ὁποία προφασιζομένη ἀνάληψη ἀπὸ τὸ ἐκεῖ ΑΤΜ μοῦ ζήτησε νὰ πᾶμε ὁμοῦ. Στὸν δρόμο γιὰ ἐκεῖ, ἐνῷ κατέβαλα τρελλὸ κόπο νὰ μὴν μπερδέψω τὸν λεβιὲ τῶν ταχυτήτων μὲ τὸν γοφό της καὶ τὴν κόρνα μὲ τὸ βικτωριανὸν αὐτῆς στῆθος, σκέφθηκα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσῃ μὲ τὸ θέμα τοῦ φασκόμηλου.

Λίγο μετά, γυρνοβολούσαμε στοὺς διαδρόμοι, τῆς ἔλεγα κάτι μπαγιάτικα ἀστεῖα μὲ τὰ ὁποῖα τί περίεργο, γελοῦσε μέχρι συναχώδους καταρροῆς καὶ κρατώντας με σφιχτὰ στὸ μπράτσο, σὲ κάθε σπάραγμα γέλωτός της μὲ τραβοῦσε περισσότερο πάνω της μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νοιώθω πιότερο ἔντονα τὴν σφαίρα τοῦ στήθους – μιὰ μεγαλοβδομάδα ἐντελῶς μεγάλη, θεόρατη, σφριγηλή, μπομπάτη. Τότε ἀκριβῶς, ἦταν ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα στὸ μυαλὸ σὰν φῶς ἰλαρόν. Θὰ χρησιμοποιοῦσα τὸ ντεκολτέ της κι ὅ,τι αὐτὸ ἔκρυβε ἢ κάλλιον, ἀνεδείκνυε ὥστε νὰ τσιμποῦσα μερικὰ δράμια φασκόμηλου.

Γιὰ νὰ τὸ παίξω καὶ μούρη, ἄρχισα νὰ ἐπιστρατεύω μερικὰ σφαιρίδια ποίησης, κάποια στιχάκια δηλαδή, μπὰς καὶ φανῶ ὀλίγον κουλτούρα νὰ φύγουμε καὶ ἔτσι νὰ συναρπάσω ἀκόμα περισσότερο τὴν συνάδελφο καὶ ὁ σφαιρικός της ὄγκος ποὺ ἐνοχλοῦσε τὸν δικέφαλό μου, νὰ ἀποκτοῦσε κάποια αἰχμηρὴ ἀκμή. Ὤ, ἦταν πολὺ λαχταριστὰ ὅλα τοῦτα μὰ μέσα στὸν ὀρυμαγδὸ αὐτὸ κρατοῦσα μιὰ καβάτζα προσήλωσης στὸν στόχο τὸν ἀντικειμενικό: Ἀνόβολος ἀλάφρυνσις φασκόμηλου ἀπὸ τὰ ῥάφια τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Ἔτσι, ἀπαγγέλοντάς της στιχάκια τοῦ συνεσταλμένα ἐμπειρικίζοντος Βρεττάκου (ὅταν κόβω ἕνα ἄνθος καὶ τὸ βάζω στὸ στῆθος σου νομίζω πὼς στολίζω τὸν κόσμο) ξεκίνησα νὰ ἀφαιρῶ ἀπὸ τὴν συσκευασία, φύλλα φασκόμηλου καὶ νὰ τὰ πετῶ στὸ ἄνοιγμα τοῦ ντεκολτέ της· μὲ γκάλλειον εὐστοχία μάλιστα πετύχαινα τὸ φαράγγι τοῦ κόρφου της.

Αἰφνιδιάστηκε πολὺ στὴν ἀρχή, κύτταξε δεξιά, ἀριστερὰ μὰ κανεὶς δὲν ἦταν στὰ πέριξ ὥστε νὰ μᾶς χαλάσῃ τὸ ποίησης ἀπόγευμα, χαλάρωσε λίγο, πισωπάτησε ὥστε νὰ ἔχω καλλίτερη ὁρατότητα στὸ μποῦστο της καὶ ἀφέθηκε στὰ παιγνίδια μου τὰ ὁποῖα φυσικὰ εἶχαν μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνεύματος ὅπως τοῦτο πραγματώνεται μὲ τὴν ποίηση. Εἶχα καβατζώσει σεβαστὴ ποσότητα βοτάνου (ἄλλωστε ὁ χῶρος τοῦ ντεκολτὲ ἦταν προικισμένα μεγαλοπρεπὴς καὶ εὐρύστερνος) καὶ μόλις διέκρινα δύο μυτοῦλες διαμετρήματος Συρανὸ ΝτεΜπερζερὰκ στὸ μέρος τῆς χαρᾶς θεώρησα ὅτι μᾶς ἔπρεπε ἀποχώρησις.

Γυρίσαμε στὴν δουλειὰ καὶ σταθήκαμε στὴν κουζίνα ὅπου ἀφιερώθην στὴν ἀποκομιδὴ τοῦ φασκόμηλου ἀπὸ τὸ ἀπάγκιο τοῦ ῥούχου τῆς συναδέλφου σὲ ἕνα βαζάκι 0,75 lt.. Ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα εὐχαριστίας πρὸς αὐτὴν καὶ ἴσως ἐπειδὴ μεταξὺ κουζίνας καὶ τμήματος, μεσολαβοῦσε τὸ ἀποχωρητήριο, γιὰ λόγους μάλιστα εὐνόητους ἀφοῦ δὲν ἦταν ἁρμόζον νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν θέση της πλήρως συνηρπασμένη σωματικῶς, ἀφιερώθηκα σὲ τριβομαλάξεις τοῦ μέρους της τὸ ὁποῖο εἶχε τόση δράση ἀναλάβει (ἐπιτυχῶς) στὸ σοῦπερ μάρκετ.

Ἦταν ὅλα ἐν τάξει, τί καλά! ἡ ποσότης τοῦ φασκόμηλου λίαν ἀρκετὴ εὔγε μας μὰ φεῦ! Οὐχὶ ἀτελείωτος! Πάντως, τί κρίμα, δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἐπιστρατεύσω ἐκ νέου... Δὲν γινόταν διότι συνειδητοποίησε ὅτι τὸ χνούδι στὰ φύλλα τοῦ βοτανιοῦ τῆς προκαλοῦσε μιὰν ἀλλεργία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μαρτυριέται τὸ σῶμα της σὲ στὺλ ἰδιαιτέρως τολμηρό κάποιοι μάλιστα θὰ τὸ χαρακτήριζαν πρόστυχον καὶ τὴν ἰδιοκτήτριαν αὐτοῦ, νυμφομανή!

Εἶδα κι ἀπόειδα, στενοχωρήθηκα πολὺ ποὺ ἔχασα τὴν καβάτζα αὐτὴ μὰ ἡ ἴδια ἡ ἐν λόγῳ συνάδελφος ἕνα ἀπόγευμα ποὺ μοῦ διέκρινε μιὰν ὀξεία χαρμολύπη, δύσυχους ἀναστεναγμούς, σηκώθηκε, φόρεσε, τακτοποίησε τὸ σεντόνι πάνω της καὶ κατευθύνθηκε στὸ λουτρό. Τὴν περίμενα μὲ ἀπορία, γύρισε ἀπὸ ἐκεῖ, κρατώντας ἕνα ἀμπαλαρισμένο κουτὶ τὸ ὁποῖο ἔπιασε νὰ λύνῃ φορώντας πλὴν τοῦ σεντονιοῦ ἕνα πολλὰ ὑποσχόμενο χαμόγελο. Πάνω ποὺ εἶχε γδύσει τὴν συσκευασία καὶ γιὰ νὰ κάνῃ πιὸ θεατρικὴ τὴν φανέρωση τοῦ δώρου, μὲ μιὰν ἀπότομη κίνηση, ἔδειξε, σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ δώρου, τὴν φευγάλα τοῦ σεντονιοῦ ἀπὸ πάνω της. Κρύο ἔκανε, εἶχε ὑγρασία στὸ δωμάτιο, φάνηκε ἀμέσως πόσο κρύωσε καὶ βλέποντας τὰ θέλγητρα τοῦ σώματός της μαζὺ μὲ τὸ δωράκι φυσικά, νόμισα πρὸς στιγμὴν ὅτι ἤμην εὐτυχισμένος. Τὴν φώναξα, τῆς ζήτησα νὰ μὲ προσεγγίσῃ γιὰ νὰ τῆς γειάνω τὶς κρυάδες καὶ 13 λεπτὰ μετά, κάθιδροι καὶ ξαναμμένοι, σταθήκαμε ἀμφότεροι πάνω ἀπὸ τὸ δωράκι.

Μιὰ φασκομηλιὰ εἶχε ἀγοράσει ἡ καλλίπυγος συνάδελφος, ἂχ ἡ καλή μου, ἄχ! Γιὰ νἄχῃς νὰ πορεύεσαι Μέγα Βαγγέλακα, εἶπε, μὰ πρὶν προλάβῃ ὁλάκερο τὸ ὄνομά μου νὰ ἐκφέρῃ, τῆς ἔσβησα τὴν ἑσχάτη συλλαβὴ μὲ ἕνα τρυφερότατο, στάζον εὐγνωμοσύνη φιλί, φιλὶ σχεδὸν ἀδελφικό - ἐντελῶς, θὰ ἦταν ἂν τὸ ἔκανα μὲ τὰ χείλη μου, μὰ δι’ ἑτέρου μέλους τοῦ σώματός μου τῆς ἀπέσπασα ἀσπασμόν.

Προχθές, τὸ φύτεψα ἐν Σαλαμῖνι, τοῦ κοσκίνησα ἀπὸ πρὶν τὸ χῶμα, ἔβαλα περλίτη, ἔβαλα τύρφη, ἔβαλα καλοχωνεμένη κοπριὰ μὰ ἀπορῶ περὶ τῆς συχνότητος ποτίσματος. Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ ῥωτήσω τὴν χορηγὸν μὰ πρέπει νὰ περιμένω νὰ ἐξέλθῃ τ


blog stats